- πετρελαιαγωγός
- нафтоводотнафтовод
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
πετρελαιαγωγός — Σωλήνωση για τη μεταφορά αργού π. και των παραγώγων του από τους τόπους εξόρυξης και παραγωγής ή από τα λιμάνια άφιξης, στα διυλιστήρια ή στα λιμάνια φόρτωσης. Με πρωτοβουλία του Ροκφέλερ και της Standard Oil, οι πρώτοι πετρελαιαγωγοί… … Dictionary of Greek
σούκρε — Πόλη της Βολιβίας στον ομώνυμο νομό, «νομική» πρωτεύουσα του κράτους (Η Λα Παζ είναι διοικητική), 400 χλμ. ΝΑ της Λα Παζ σε υψόμετρο 2.700 πάνω στην Κορδιλιέρα των Άνδεων (88.774 κάτ.). Είναι σπουδαίο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο, με παραγωγή… … Dictionary of Greek
Βατούμ — (Batum ή Batumi). Πόλη (136.609 κάτ.) της Γεωργίας, πρωτεύουσα της αυτόνομης Δημοκρατίας της Ατζαρίας (2.900 τ. χλμ., 386.700 κάτ. το 1993). Είναι χτισμένη σε καλά προστατευόμενο κόλπο της Μαύρης θάλασσας, στις εκβολές του ποταμού Τσορόχ… … Dictionary of Greek
Κάλι — I Ινδική θεότητα, που ταυτίζεται με την Ντουργκά, σύζυγο του Σίβα. Συμβολίζει την τρομερή όψη των δυνάμεων της φύσης και λατρεύεται ως θεά του θανάτου. Σε μερικές αιρέσεις γιόγκα αντιπροσωπεύει το σύμβολο της ριζικής δύναμης που κατευθύνει το… … Dictionary of Greek
Κινσάσα — (Kinshasa). Πόλη (6.541.300 κάτ. το 2003) και πρωτεύουσα της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (πρώην Ζαΐρ). Βρίσκεται στην αριστερή όχθη του ποταμού Κονγκού, απέναντι από την Μπραζαβίλ, πρωτεύουσα της Δημοκρατίας του Κονγκό, από την οποία χωρίζεται… … Dictionary of Greek
Μασσαλία — I (Marseille ή Marseilles). Πόλη (807.071 κάτ. το 1998) της νοτιοανατολικής Γαλλίας, πρωτεύουσα του νομού Μπους ντι Pov (Bouches du Rhone, 5.112 τ. χλμ., 1.835.719 κάτ.) στην Προβηγκία. Χτισμένη στις ακτές ενός μεγάλου κόλπου της Μεσογείου, στους … Dictionary of Greek
Μπαρανκίλια ή Μπαρανκουίλια — (Barranquilla). Πόλη (1.305.334 κάτ.) της βόρειας Κολομβίας, πρωτεύουσα του νομού του Ατλάντικο, (έκτση 3.388 τ.χλμ.). Η πόλη ιδρύθηκε το 1629 στην αριστερή όχθη του Ρίο Μαγκνταλένα, 12 χλμ. περίπου από τις εκβολές του στην Καραϊβική θάλασσα και… … Dictionary of Greek
Σοφάλα — Πόλη (350.000 κάτ.) της κεντρικής Μοζαμβίκης, πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού (68.018 τ. χλμ., 1.258.000 κάτ.). Άλλοτε λεγόταν Μπέιρα. Βρίσκεται στο Στενό της Μοζαμβίκης (Ινδικός ωκεανός), στις εκβολές των ποταμών Μπούζι και Πουνγκέ. Φυσική… … Dictionary of Greek
Τεργέστη — (Trieste). Πόλη (περίπου 231.047 κάτ.) της Ιταλίας, κοντά στα γιουγκοσλαβικά σύνορα, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (212 τ. χλμ.). Πόλη με αρχαιότατη καταγωγή, κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους το 177 π.Χ. και διαμορφώθηκε ως φρούριο και κατόπιν ως … Dictionary of Greek